βοτῶν

βοτῶν
βότης
goat-pasture
masc gen pl
βοτέω
pres part act masc nom sg (attic epic doric)
βοτόν
beast
neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • VOTA et VOTORUM dies — VOTA, et VOTORUM dies Latinis appellati sunt, qui annum inchoabant, ob sollennem pro salute Principis votorum nuncupationem. Et quidem proprie tertius post Kal. Ianuar. hôc nomine insignitus est, uti apparet ex l. 233. De verb. signif. et Dione,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επίρρυτος — ἐπίρρυτος, ον (Α) [επιρρέω] 1. (για νερό) τρεχούμενο («ἐν τοῑς ἐπιρρύτοις καὶ ὀχετευομένοις [ὕδασι]», Θεόφρ.) 2. (ειδ.) (για τροφές) αυτός που χύνεται στο σώμα 3. αυτός που προέρχεται, που πηγάζει από κάπου 4. άφθονος («καρπόν τε γαίας καὶ βοτῶν… …   Dictionary of Greek

  • επιόπτης — ἐπιόπτης, ό (ποιητ. τ. αντί επόπτης*) (Α) επιγρ. («ἐπιόπτης βοτῶν» επιστάτης τών βοσκημάτων …   Dictionary of Greek

  • πολυκανής — ές, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που σκοτώνει, που σφάζει πολλούς 2. φρ. «θυσίαι πολυκανεῖς» θυσίες, κατά τις οποίες σφάζονται πολλά ζώα («θυσίαι πολυκανεῖς βοτῶν ποιονόμων», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κανής (< καίνω «σκοτώνω»), πρβλ. δορι… …   Dictionary of Greek

  • πρόπυργος — ον, Α αυτός που προσφέρεται ή τελείται υπέρ τών πύργων, δηλ. υπέρ τής πόλεως («ἰὼ πρόπυργοι θυσίαι πατρὸς πολυκανεῑς βοτῶν», Αισχύλ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”